- καναβίνη
- ηχημ. ονομασία τής ρητίνης τών φυτών τής κάν(ν)αβης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cannabin < cannab- (πρβλ. κάν(ν)αβις) + κατάλ. -ine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καναβινόλη — η παράγωγο τού πυρανίου που απομονώθηκε από το χασίς και τη μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cannabinol < cannabin (πρβλ. καναβίνη) + οl, κατάλ. χημικών όρων κατ απόσπαση από το alcoh ol, που δηλώνει ότι η χημική ένωση περιέχει… … Dictionary of Greek